συγκρίσεως

συγκρίσεως
συγκρίσεω̆ς , σύγκρισις
aggregation
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

  • σύγκριση — η / σύγκρισις, ίσεως, ΝΑ [συγκρίνω] η δια τών αισθήσεων επιδίωξη τού προσδιορισμού τών ομοιοτήτων, τών διαφορών και γενικά τών σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ δύο ή περισσότερων αντικειμένων ή φαινομένων προς τα οποία η προσοχή τού υποκειμένου… …   Dictionary of Greek

  • Moralia — Plutarch Lucius Mestrius Plutarchus Μέστριος Πλούταρχος Bust of Plutarch located at the Archaeological Museum of Delphi. Born Circa 46 CE Chaeronea, Boeotia D …   Wikipedia

  • Œuvres morales — Les Œuvres morales ou Moralia (en grec ancien Ἠθικὰ / Ethikà, en latin Moralia) sont un ensemble éclectique de textes grecs de Plutarque (Ier IIe siècle). Ils traitent de différents sujets qui peuvent être d’ordre religieux ou éthique,… …   Wikipédia en Français

  • Moralia (Obras morales y de costumbres) — Diálogo Sobre la música de Plutarco, 1735. Moralia (en griego antiguo Ἠθικά Ethikà) son los restos supervivientes de la obra de Plutarco recopilados bajo dicho título latino (también traducidos como Obras morales y de costumbres). Dicho… …   Wikipedia Español

  • Моралии (Плутарх) — Моралии (Ἠθικά или «Moralia») общее название, под которым известны философско публицистические сочинения древнегреческого писателя Плутарха. Вопрос подлинности тех или иных сочинений долго обсуждался в науке, но ещё не получил окончательного… …   Википедия

  • επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • εύτε — εὖτε, επικ., ιων. και ποιητ. τ., σπαν. σε τραγ., ποτέ σε κωμ. και αττ. πεζ. (Α) επίρρ. 1. χρον. (με ορστ., για ορισμένο γεγονός στο παρελθόν, συν. με διάφ. μόρια στην πρόταση που ακολουθεί, όπως ἔνθα, τῆμος δή, τόφρα δέ) όταν, τον καιρό που 2.… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”